Η αυτοκτονία του γνωστού άγγλου σκηνοθέτη Τόνι Σκοτ ήταν η πιο ενδιαφέρουσα από τις ιστορίες του εφετινού καλοκαιριού – μιλάω για αυτές που μας ήρθαν από το εξωτερικό και στις εισαγωγές των οποίων δεν διάβαζες «λέξεις κώδικες» (spread, τρόικα, Μέρκελ, Μάριο κτλ) που αποκαλύπτουν και εγγυώνται την μονοτονία του οποιουδήποτε δημοσιεύματος τις περιέχει.
Ο άγγλος (αλλά καλλιτεχνικά και κινηματογραφικά αμερικάνος) σκηνοθέτης, αδερφός και παραγωγός πολλών ταινιών του Ρίντλεϊ Σκοτ, αυτοκτόνησε πηδώντας από μια γέφυρα στο Λος Αντζελες, αφήνοντας στα 68 του χρόνια μια ιστορία γεμάτη κενά. Υποτίθεται ότι στο παρκαρισμένο αυτοκίνητό του βρέθηκε ένα σημείωμα στο οποίο εξηγούσε τους λόγους – η είδηση δεν επιβεβαιώθηκε. Στην πορεία ειπώθηκε ότι το μυστηριώδες σημείωμα υπήρξε αλλά ήταν τοποθετημένος το γραφείο του: ούτε κι αυτό αποδείχτηκε. Επίσης έγινε αρχικά γνωστό από το τηλεοπτικό δίκτυο ΑΒC ότι ο Σκοτ είχε καρκίνο στον εγκέφαλο: η αποκάλυψη διαψεύστηκε τόσο από την οικογένεια του, όσο και από την ιατροδικαστική έκθεση που έδωσε στο φως της δημοσιότητας η αστυνομία.
Ο Σκοτ ήταν επαγγελματικά αμερικάνος – δούλευε δηλαδή στο σινεμά με σκοπό την ευχαρίστηση του κοινού (και όχι τόσο τον προβληματισμό του). Πίστευε επίσης στην ανάγκη να γυρνάνε τα χρήματα και να φέρνουν κέρδη – ο πιο αγαπημένος από την κριτική αδερφός Ρίντλεϊ αναγνώριζε την ικανότητα του στα οικονομικά και του εμπιστεύονταν τις επιλογές της εταιρίας τους, τελευταία από τις οποίες υπήρξε ο άνισος, βαρετός και άχρηστος «Προμηθέας».
Οι αμερικάνοι σκηνοθέτες έχω καταλάβει ότι χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Οι πιο πολλοί είναι film maker, δηλαδή γνωρίζουν καλά τα μέσα, αναλαμβάνουν μια ταινία με τη λογική του προσεχτικού υπερεργολάβου, δεν στεναχωρούν τον παραγωγό κι αναπαράγουν το mainstream, τους κανόνες του οποίου έτσι κι αλλιώς γνωρίζουν. Μετά υπάρχουν οι οραματιστές, αυτοί δηλαδή που γυρίζουν σχεδόν πάντα την ίδια ταινία επιδιώκοντας να φτάσουν σε κάποιου τύπου περφεξιονισμό που το αμερικανικό κοινό μπορεί να εκτιμά (όπως συμβαίνει με το Σκορτσέζε π.χ ή τον Νόλαν) ή μπορεί και να μην καταλαβαίνει ιδιαίτερα ως μανιέρα (οι ταινίες του Γούντι Αλλεν π.χ στην Αμερική παρουσιάζονται ως κάτι απολύτως όμοιο).
Τέλος υπάρχουν οι παραμυθάδες, δηλαδή όλοι αυτοί που χρησιμοποιούν την Τέχνη τους για να διηγηθούν διασκεδαστικά εξωφρενικά παραμύθια, διασκεδάζοντας με την όποια αποδοχή τους. Ο μακαρίτης Τόνι Σκοτ έκανε μια διαδρομή: ξεκίνησε ως film maker και έφτασε να γίνει παραμυθάς – στο τέλος οι ταινίες του είχαν κάπως τυποποιηθεί ως προς τη θεματολογία τους φλερτάροντας συχνά πυκνά, όχι με το φανταστικό (του διηγήματος) αλλά με το εξωφρενικό (του παραμυθιού). Χαιρόσουν να βλέπεις τον Ντέινζελ Γουάσινγκτον π.χ να μεταμορφώνεται από κοινός άνθρωπος σε υπερήρωας, να σκοτώνει κακούς ή να ταξιδεύει στο χρόνο.
Αν αυτές οι συμβάσεις δεν σου ήταν ανεκτές, οι ταινίες δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον, αλλά η ιστορία έχει αποδείξει ότι πολλοί παραμένουμε ακόμα αιχμάλωτοι μιας παιδικότητας στην οποία τα παραμύθια και η πραγματικότητα δεν ήταν καταστάσεις απόλυτα διακριτές. Ενώ ο Ρίντλεϊ ξεκίνησε ως οραματιστής και έγινε film maker, διεκπεραιώνοντας διάφορα σεναριακά ευκολάκια («Μονομάχος», «Χάνιμπαλ», «Τhe A team», Ρομπέν των Δασών κτλ) τα οποία μετέτρεψε σε σουξέ, ο Τόνι ξεκίνησε ως film maker (πουλώντας ένα Τοp Gun που αντέγραψαν χιλιάδες) και κατέληξε παραμυθάς, αφηγούμενος λεπτομέρειες απερίγραπτες σε ταινίες δράσης όπως το «Crimson Tide», o «Δημόσιος Κίνδυνος», το «Μan on fire» κτλ. Ηταν όμως καλλιτέχνης;
Νομίζω ότι τον ίδιο ποσώς τον ενδιέφερε να αποδείξει ότι η δουλειά του είχε καλλιτεχνική αξία. Σε μερικές περιπτώσεις στις ταινίες του μπορούσες να διακρίνεις αποστάγματα καλλιτεχνικής ματαιοδοξίας: το αγαπημένο του True Romance π.χ ήταν η προσπάθειά του να καταδείξει ότι κάθε καλός σκηνοθέτης μπορεί να βγάλει κάτι που να θυμίζει Ταραντίνο. Σε άλλες περιπτώσεις η θεματική των ταινιών του μπορούσε να είναι πολιτική: στο Δημόσιο Κίνδυνο π.χ περιγράφει ένα Μεγάλο Αδερφό όπως κανείς άλλος δεν τόλμησε. Όμως, ας μην κοροϊδευόμαστε, ο τύπος είχε συμπεριφορά παραγωγού και ο παραγωγός θέλει τουλάχιστον τα χρήματα του πίσω.
Και η ψυχή; θα πει κάποιος. Η ψυχή είναι άβυσσος. Αυτό που μπορώ να πω, αποχαιρετώντας ένα από τους αγαπημένους μου παραμυθάδες, είναι ότι το προσωπικό του φινάλε είναι ισοδύναμο, όχι ενός επίλογου ταινίας – στις ταινίας του το παλληκάρι τα κατάφερνε – αλλά μιας εισαγωγής: ειλικρινά θα θελα να ξερα ποιο ακριβώς κεφάλαιο δράσης ξεκίνησε μετά τη βουτιά στο κενό και με όλα τα μυστήρια που τη συνοδεύουν. Μια αυτοκτονία είναι συνήθως μια τραγωδία: στην περίπτωση του Τόνι Σκοτ, τα ανεξερεύνητα μυστήρια της, της έδωσαν τη διάσταση μιας σκηνοθετημένης καλλιτεχνικής πράξης, μιας κίνησης που δημιουργεί απορίες, προβληματισμούς, περισυλλογές – ίσως και λίγο τρόμο.Στο θάνατο ο καλός Σκοτ αποδείχτηκε εξαιρετικός παραγωγός, σκηνοθέτης με τόλμη, και κυρίως καλλιτέχνης...
Λέξεις κλειδιά: